Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
Ο Ιωάννης ο
Χρυσόστομος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, οικουμενικός διδάσκαλος και
άγιος της Χριστιανικής Εκκλησίας, είναι ένα από τα πιο μεγάλα ιστορικά
πρόσωπα που έζησαν επί γης.
Φωτισμένος από τον
πάνσοφο Θεό, άνθρωπος χαριτωμένος με σπάνιες αρετές, προικισμένος με θαμαστή
ρητορική δύναμη, παραμένει σαν παράδειγμα υψηλό αγωνιστή που πολέμησε
θαρρετά το κακό κι έδειξε απεριόριστη επιθετικότητα μαζί και ακατάβλητη
ηθική αντίσταση.
Η Ανθούσα ανέθρεψε το
παιδί της χριστιανικά, κι οραματιζόταν να αναστήσει την ανδρεία μορφή του
ανδρός της σαν μορφωμένο πρότυπο του χριστιανού ανθρώπου. Ο Λιβάνιος ήταν ο
διδάσκαλός του στη ρητορική και ο Ανδραγάθιος στη φιλοσοφία. Ο Ιωάννης
σπούδασε συνήγορος κι έκανε το επάγγελμα αυτό λίγους μήνες στην Αντιόχεια,
με επιτυχία αφού «ήταν δεινός στο να λέει και να πείθει». Τότε έζησε κοσμική
ζωή και γνώρισε τις αδυναμίες και τα πάθη της κοινωνίας. Δεν επηρεάστηκε
όμως από αυτά, γιατί η ψυχή του ήταν καλά αγνισμένη από την Ανθούσα, και οι
ακτίνες από τον ήλιο του Χριστού φώτιζαν και ζέσταιναν την καρδιά του.
Παραιτήθηκε από το επάγγελμα του συνηγόρου, βαφτίστηκε χριστιανός και
αποσύρθηκε στην έρημο για έξι χρόνια, προετοιμαζόμενος με την προσευχή και
τη μελέτη να υπηρετήσει το λαό του Θεού ως κληρικός.
Το 381
μ.Χ. χειροτονήθηκε διάκονος στην Αντιόχεια και το 386 πρεσβύτερος,
όπου και έδρασε για έντεκα χρόνια. Η αγάπη του για τους φτωχούς ήταν τόσο
μεγάλη, ώστε πούλησε ακόμη και τα αντικείμενα του επισκοπικού μεγάρου και
κατάργησε τα επίσημα γεύματα, για να υποστηρίξει τη φτωχολογιά της πόλης.
Στις 15 Δεκεμβρίου του 397 μ.Χ. χειροτονήθηκε
Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης, ενώ η ενθρόνισή του έγινε με επίσημη τελετή
στις 26 Φεβρουαρίου του 398 μ.Χ..
Ο Ιωάννης αναδείχθηκε
μέγας οργανωτής του εκκλησιαστικού και του κοινωνικού έργου. Με εκλεκτό
επιτελείο από μαθητές και μαθήτριες, με προσωπικό κόπο αφάνταστα μεγάλο, με
πίστη στον Χριστό κι αγάπη για τους ανθρώπους, βάλθηκε να εξυγιάνει κάθε
νοσηρό, να δυναμώσει κάθε ανίσχυρο, να διαδώσει το Χριστιανισμό στους
εθνικούς και να επαναφέρει τους πιστούς στην απλότητα και την καθαρότητα του
πρώτου χριστιανικού αιώνος. Βαθύς ανατόμος της ψυχής του ανθρώπου, γνώστης
των παθών της κοινωνίας, ζηλωτής του Χριστού, πήρε τη μάχαιρα του λόγου και
της εξουσίας που του χάρισε ο Θεός και χτυπούσε ζωηρά κάθε κακό. Με πόνο και
μ' αγάπη, αλλά και με θάρρος αδίστακτο. Τα κηρύγματά του τα παρακολουθούσε
πλήθος κόσμου, Χριστιανοί και Ιουδαίοι, πολλές φορές και εθνικοί, κι ήταν
τόσο το ενδιαφέρον και ο ενθουσιασμός, που πολλές φορές το πλήθος ξεσπούσε
σε χειροκροτήματα. Μιλάει γλυκά, απαλά για τους ανθρώπινους πόνους, αλλά κι
αυστηρά για τα πάθη τα ανθρώπινα. Ελέγχει και καταδικάζει με γλώσσα ωμή κάθε
αμαρτία, με σχήματα ρητορικά που πηγάζουν χωρίς επιτήδευση από το θεόδοτο
τάλαντό του, κι αυτά που λέει τα στηρίζει στην απλή λογική αλλά και στη
Γραφή, στην Παλαιά και την Καινή, ιδιαίτερα στα κείμενα του Παύλου, που
συχνά προστρέχει σε αυτόν με βαθιά σκέψη και θαυμασμό.
Μιλάει σε τακτικές
μέρες κι εξαντλεί το θέμα του σε σειρές από λόγους, μιλάει σε ευκαιρίες που
παρέχονται ξαφνικά και τότε πιο πολύ φανερώνει το θείο του χάρισμα, μιλάει
σε μνήμες αγίων, σε εορτές, σε γεγονότα. Ερμηνεύει τη Γραφή, συνθέτει
πραγματείες πάνω σε πολλά θέματα του εκκλησιαστικού και του κοινωνικού βίου.
Και πάντοτε δίνει στο λόγο του το άρωμα της μεγάλης χριστιανικής αρετής, της
αγάπης. Η αγάπη στο Θεό και στον συνάνθρωπο είναι που κινεί τη σκέψη και το
χρυσό στόμα του.
Όμως, τα μέτρα που
έλαβε και η αυστηρή γλώσσα που μεταχειρίσθηκε, έφεραν αντίδραση. Ο
Χρυσόστομος δεν κολάκευε, δε μιλούσε για να είναι ευχάριστος. Θεωρούσε
επικίνδυνο το «προς χάριν δημηγορείν». Ξεκινούσε από τη σωστή άποψη ότι οι
πληγές πρέπει να ξεγυμνώνονται για να θεραπευθούν κι αυτό δεν ήταν αρεστό σε
εκείνους που τα καυτερά λόγια που έλεγε ή τα μέτρα που έπαιρνε, έφερναν
ταραχή στη βουρκιασμένη ζωή τους ή και ζημία σε όσους δεν αποφάσιζαν να
διορθωθούν. Το πλήθος άκουγε με συντριβή κι όσο κι αν ταρασσόταν, αναγνώριζε
την ανάγκη να μετανοήσει και πικραινόταν που το ξυπνούσε από της αμαρτίας τη
νάρκη. Όμως άτομα πολλά δεν ένιωθαν και δεν φέρνονταν έτσι κι αντιδρούσαν
βίαια, κρυφά ή φανερά.
Έτσι βγήκε
αυτοκρατορική διαταγή να αναχωρήσει από την πρωτεύουσα. Κρυφά, για να μη
γίνουν άλλες ταραχές, παραδόθηκε στις 20 Ιουλίου του 404 κι οδηγήθηκε στην
εξορία του, αφού αποχαιρέτησε συγκινητικά τους κληρικούς και τις διακόνισσες
που ήταν γύρω του. Το πλήθος, όταν έμαθε ότι ο Ποιμενάρχης του αναχώρησε,
ξέσπασε σε εκδηλώσεις οργής, κι έβαλε φωτιά στην Αγία Σοφία και στο μέγαρο
της Γερουσίας. Από τότε άρχισε διωγμός εναντίον των φίλων του επισκόπων, που
ονομάσθηκαν Ιωαννιταί.
Ο άγιος Ιωάννης, βαθιά
θλιμμένος για τον άδικο διωγμό του, αλλά με γαλήνη ψυχής στην ταραχή αυτή,
αφέθηκε στα χέρια των εχθρών του, δοξολογώντας το Θεό. Στη Νίκαια της
Βιθυνίας παρέμεινε λίγες μέρες. Από εκεί οδηγήθηκε με πολλές ταλαιπωρίες
προς την Αρμενία. Εκεί ταλαιπωρήθηκε και στερήθηκε τα πάντα. Δεν υπήρχαν
τρόφιμα, δεν είχε καμιά ευκολία, γιατρός δεν βρισκόταν εκεί, το κλίμα ήταν
κακό και βαρύ. Ο Ιωάννης αρρώστησε επικίνδυνα δυο φορές. Κοντά στα άλλα οι
Ίσαυροι έκαναν επιδρομές στην Αρμενία, το χειμώνα του 406
μ.Χ. ο Χρυσόστομος μεταφέρθηκε στο οχυρό της Αραβισσού, την άνοιξη
τον γύρισαν πίσω στον Κουκουσό. Στην εξορία του μελετά, προσεύχεται, γράφει
επιστολές να ενθαρρύνει τους φίλους του που καταδιώκονταν. Σώζονται πολλές
επιστολές του από αυτή την εποχή. Οι πιστοί έρχονται συχνά στον Ιωάννη, να
τον δουν, να δείξουν την αφοσίωσή τους, να ευλογηθούν από αυτόν, από τη
Βασιλεύουσα, από τις επαρχίες, όλη η Αντιόχεια έρχεται στην Αρμενία.
Η κίνηση αυτή ενοχλεί
τους εχθρούς του Χρυσοστόμου. Αποφασίζουν και προκαλούν διαταγή να
μεταφερθεί ο εξόριστος πιο μακριά, στην Πιτυούντα, «τόπον πανέρημον», στη
θάλασσα του Πόντου. Ο Ιωάννης είναι κουρασμένος και άρρωστος. Είναι στην
ηλικία των πενήντα δύο ετών μα η τόσο καταπονημένη ζωή του τον δείχνει
γέροντα πολύ. Το «αραχνώδες σωμάτιόν» του φανερώνει τα όρια της αντοχής του
εξαντλημένα. Δοξάζει όμως τον Θεό και προχωρεί.
Τρεις μήνες οδοιπορεί
με αφάνταστο κόπο. Οι στρατιώτες που τον οδηγούν βιάζονται κι αδιαφορούν που
ο Ιωάννης δεν αντέχει, ομολογούν πως έχουν εντολές, ότι αν πεθάνει αυτοί θα
προαχθούν. Βρέχει και τρέχουν τα νερά πάνω στο σώμα του αγίου, ύστερα ο
ήλιος καίει το γυμνό κεφάλι του.
Στα Κόμανα του Πόντου,
κοντά στον τάφο του αγίου Βασιλίσκου, που ήταν επίσκοπος στα Κόμανα κι είχε
μαρτυρήσει στο διωγμό του Μαξιμιανού, βλέπει τη νύχτα τον Βασιλίσκο να του
λέει: «Θάρρος, αδελφέ Ιωάννη, γιατί αύριο θα είμαστε μαζί».
Ο Ιωάννης πίστεψε στο
μήνυμα αυτό και παρακαλούσε τους στρατιώτες την άλλη μέρα να μη φύγουν από
κει. Αυτοί τον παίρνουν και προχωρούν. Μα σε λίγες ώρες γύρισαν γιατί η
κατάστασή του ήταν βαριά. Εκεί, κοντά στον τάφο του αγίου Βασιλίσκου,
κοινώνησε για τελευταία φορά τα άχραντα Μυστήρια, προσευχήθηκε, είπε για
τελευταία φορά το «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν, Αμήν» και παρέδωσε το πνεύμα
του στα χέρια του Χριστού. Ήταν 14 Σεπτεμβρίου του 407 μ.Χ..
Πέθανε στα Κόμανα του Πόντου, στο δρόμο της εξορίας του.
Οι εχθροί της εκκλησίας
του Χριστού και των αγίων Του, μπόρεσαν κι αυτή τη φορά να νικήσουν.
Προσωρινά κι εφήμερα όμως, όπως πάντα, διότι «και πύλαι άδου ου
κατισχύσουσιν αυτής». Διότι ο άγιος Ιωάννης, υπάρχει πάντοτε σαν μεγάλη
μορφή και πάντοτε το έργο του θα στέκει αντίθετο στην αμαρτία και στο κακό
και θα γίνεται φως στον κόσμο. «Δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσιν».
Σχόλια